Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Eυτυχώς είναι σκοτάδι



       Σκοτάδι.. Πέφτεις στο κρεβάτι να κοιμηθείς. Δεν γίνεται. Το στρώμα μοιάζει με θάλασσα που σε ρουφάει στο βυθό της, ανήμπορος να αντισταθείς. Το σώμα άκαμπτο πια, αφήνεσαι. Κολυμπάς μέσα σε σκέψεις…τι έκανα, τι δεν έκανα, τι έχασα… Κλαις.
Ευτυχώς είναι σκοτάδι, δεν θα σε δει κανένας. 


        Σκουπίζεις τα δάκρυα και βγαίνεις στο μπαλκόνι. Κάνεις ένα στριφτό τσιγάρο και παρατηρείς το ζευγάρι που μαλώνει κάτω απ το σπίτι σου. Λες από μέσα σου, χμμ παιδιά! Στάσου! Είναι μεγαλύτεροι από σένα, τι έχει γίνει λάθος; Μεγάλωσες απότομα κι ας μη το διάλεξες. Σκουπίζεις την μύτη σου βιαστικά..Ευτυχώς είναι σκοτάδι, δεν θα σε δει κανένας. 

        Θέλεις να φύγεις, να χαθείς από όλους και από όλα, αλλά φοβάσαι! Φοβάσαι την μοναξιά και περισσότερο φοβάσαι μήπως δεν σε αναζητήσει κάποιος. Από την άλλη δεν θέλεις να μιλήσεις σε κανέναν. Το «όλα καλά θα πάνε» που εύκολα ψελλίζουν όλα τα χείλια έχεις πάψει να το πιστεύεις εδώ και καιρό. Ειδικότερα όταν συνοδεύεται από το παρηγορητικό χτύπημα στην πλάτη. Σου φεύγει ένας δυνατός λυγμός, το ζευγαράκι σταματάει απότομα…Ευτυχώς είναι σκοτάδι, δεν θα σε δει κανένας. 

        Μπαίνεις μέσα στο σπίτι, ανάβεις το λαμπατέρ που είχες από μωρό και κάθεσαι απέναντι απ τον καθρέφτη σου. Δεν καταλαβαίνεις ποιος είναι αυτός απέναντί σου. Μόνο αυτά τα μάτια, κάτι σου θυμίζουν.. Μπα όχι, εκείνα τα μάτια που θυμάσαι έλαμπαν και γελούσαν, αυτά είναι θαμπά, κόκκινα και δείχνουν κενά. Φτύνεις τον καθρέφτη…. Ευτυχώς είναι σκοτάδι, δεν θα σε δει κανένας. 

        Ανοίγεις το στόμα κάτι να πεις, μα έχουν σωπάσει και οι λέξεις πια. Δεν ξέρεις πώς έφτασες σ αυτό το σημείο. Πλέον ούτε από το σπίτι σου βγαίνεις. Δεν μπορείς άλλο να περπατάς στους δρόμους χαμένος, να σε σπρώχνουν περαστικοί και να βλέπεις οίκτο στα μάτια τους. Όχι , είναι καλύτερα εδώ μέσα. Βγαίνεις για άλλο ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Παρατηρείς σχεδόν μαγεμένος τον καπνό να ταξιδεύει προς τον ουρανό. Ναι αυτό θα ήθελες να σαι, καπνός. Άσπρος, πυκνός καπνός που πότε φεύγει στον αέρα ελεύθερος και πότε μπαίνει στα πνευμόνια και τα κατασπαράζει με μανία.

       Ξημέρωσε… Ευτυχώς που υπάρχει το φως. Όχι, δεν χαίρεσαι τον πρωινό ήλιο, χαίρεσαι που θα επιστρέψει η σκιά σου για να πεταχτείς μέχρι το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα και να κινηθείς στον κόσμο των σκιών, απαρατήρητος. Ψελλίζεις την μάρκα σου, δεν πρέπει να το χεις πει σωστά. Τι σημασία έχει; Σε ξέρει ο περιπτεράς τόσα χρόνια. Σε ρωτάει αν θέλεις κάτι άλλο. Καταπίνεις τη λέξη «γαλήνη» που παλεύει να βγει ορμώμενη απ τα χείλια σου και του λες τίποτα. 
         
       Φτάνεις σπίτι. Σ αυτόν τον υπέροχο γυάλινο κύβο που νομίζεις πως είσαι ασφαλής. Ήρθε η ώρα να κοιμηθείς, μέχρι να ‘ρθει ξανά το βράδυ…
Εκείνη η μαγική στιγμή που είσαι πραγματικά ο εαυτός σου και ευτυχώς είναι σκοτάδι και δεν θα σε δει κανείς.


Χρήστος Flash
 

3 σχόλια:

  1. Ποιητικό το κείμενό σου, αποπνέει ευαισθησία.Ελπίζω μέ όπλο το συναίσθημα να βρεις τις απαντήσεις στα ερωτηματικά σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα καλοκαιρια ηταν τοτε αλλιοτικα. Ημασταν τοσο παιδια, τοσο μικρα. "Και απο εδω ο Χρηστος!" Και ξεκινησαν τα καλοκαιρια να ειναι διασκεδαστικα και με περισσοτερο νοημα! Και μου λειπουν πολυ εκεινα τα καλοκαιρια, η εφηβικη ξεγνοιασια και το οτι δε μας ενοιαζε το αυριο. Πηγαινε με πισω !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αν υπέγραφες με το όνομά σου, ίσως θα μπορούσα να σε πάω πίσω.Μπορεί και όχι..Ποιος ξέρει(;)

      Διαγραφή