Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Tο ύστατο αντίο

Τρέμοντας μη ζήσει μόνος του την υπόλοιπη ζωή του μελαγχολούσε στο παράθυρο καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Μόνη του συντροφιά ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι ουίσκι και ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Η νύχτα έδειχνε για άλλη μια φορά το χαώδες της πρόσωπο και στο εσωτερικό της ρουφούσε λαίμαργα τους περαστικούς. Κάθισα στην πελώρια σκάλα και τον παρατήρησα. Αξύριστος, με μάτια πρησμένα και λερωμένα ρούχα. Κατάφερα να τον ακούσω να ψελλίζει κάτι . Λόγια ασυνάρτητα και χωρίς συνοχή. «Πού είμαι; Που πάω; Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φως μου; Θέλω να ‘ρθω να σε βρω….» Πίνοντας άλλη μια μεγάλη ρουφηξιά από το ουίσκι του συνέχισε τον μονόλογο του.
«Πως αλλάξανε όλα τόσο γρήγορα; Άφησες ανεξίτηλα τα σημάδια σου στο σώμα μου, στο μυαλό μου, στον αέρα. Πώς θα συνεχίσω χωρίς εσένα δίπλα μου; Ήσουν πάντα ο φάρος της ζωής μου, εκεί να με οδηγείς παρά τις φουρτούνες. Θέλω να ‘ρθω να σε βρω….
Τον τελευταίο καιρό σε ένιωσα απόμακρη, μια ανησυχητική νηνεμία επικρατούσε μετά την οποία περιμένεις τη μεγάλη μπόρα. Ήξερες για αυτή τη μπόρα, ήσουν έτοιμη, εγώ όμως δεν ήμουν. Η προχθεσινή μέρα ίσως ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Όχι, σίγουρα ήταν. Κόσμος πολύς στο σπίτι μας , άλλοι γνωστοί, άλλοι άγνωστοι κι όλοι με πρόσωπα θλιμμένα. Ανάμεσα τους εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ από κάπου. Μάταια όμως. Το μοναδικό μου στήριγμα έφυγε για πάντα. Πώς να πιστέψω ότι όλα αυτά ήταν ενέργεια, μια άυλη ουσία και τώρα γύρισες στον Δημιουργό σου; Θέλω να ‘ρθω να σε βρω…
Μισώ τον ίδιο μου τον εαυτό που έμεινε πίσω . Λένε πως η κόλαση είναι γι αυτούς που μένουν πίσω και ζούνε με τις αναμνήσεις. Αυτές οι αναμνήσεις κάθε δευτερόλεπτο είναι μαχαίρια στην καρδιά μου. Το μόνο χρέος που μου απέμεινε γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω…
Μονάχα σε παρακαλώ, όταν έρχεσαι στα όνειρα μου να ‘ρχεσαι πάντα με εκείνο το γλυκό χαμόγελο. Τα μελιά μάτια που έλαμπαν και ζέσταιναν την ψυχή μου και τα αναψοκοκκινισμένα από τα νιάτα μάγουλα. Θέλω να ‘ρθω να σε βρω….»
          Το μπουκάλι πια είχε τελειώσει, όπως επίσης και τα τσιγάρα του. Χαμένος στη σκέψη του βυθίστηκε πάλι σε γοερά κλάματα. Σ αυτές τις καταστάσεις σωπαίνουν ακόμη  και τα λόγια, δεν αντέχουν ούτε αυτά τον τόσο πόνο. Δεν του μίλησα παρά τον άφησα εκεί και ανέβηκα ξανά πάνω. Το επόμενο πρωί κατεβαίνοντας τη σκάλα τοv είδα πάλι στην ίδια θέση. Μα ήταν τόσο διαφορετικός… Ένα μικρό μειδίαμα είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του. Τον πλησίασα. Είδα τη φωτογραφία της αγαπημένης του στα χέρια του. Τα χέρια του….ήταν τόσο κρύα…. Η μόνη του επιθυμία τελικά είχε πραγματοποιηθεί, κατάφερε να τη βρει…. Δεν ξέρω ακόμα αν έπρεπε να λυπηθώ ή να χαρώ γι αυτόν, ούτε θα μπορούσα να κρίνω τις πράξεις του . Το μόνο σίγουρο είναι πως τώρα είναι ευτυχισμένος κοντά στη γυναίκα που λάτρεψε, που την έβαλε πιο πάνω από τη ζωή του και τώρα περπατούν πλάι-πλάι ανάμεσα στα σύννεφα.

Υ.Γ. Για όλους  αυτούς που έχουνε χάσει κάποιο δικό τους πρόσωπο. Να ξέρετε πως είναι κάπου εκεί ψηλά ανάμεσα στα σύννεφα και σας προσέχουν….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου